- κλαυσίδειπνος
- κλαυσίδειπνος, -ον (Α)αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι- (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό-δειπνος, κωλυσί-δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.